накричать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

накричать - translation to γαλλικά


накричать      
( на кого-либо ) crier , vociférer ; engueuler vt ( fam )
наорать      
разг.
см. накричать
gendarmer      
(SE) выходить /выйти из себя; сердиться (на + A);
se gendarmer contre qn (qch) - рассердиться на кого-л. (на что-л.);
il a fallu que je me gendarme pour le faire taire - мне пришлось накричать на него, чтобы он замолчал

Ορισμός

НАКРИЧАТЬ
1. наговорить, крича.
Н. обидных слов.
2. с криком выбранить кого-нибудь сделать кому-нибудь выговор в резкой форме.
Н. на озорника.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накричать
1. - Думаете, Петраков один такой, способный накричать?
2. Раньше мог погорячиться, накричать, сейчас - нет.
3. Он может рассердиться, накричать: - Вот так дела!
4. Владимир Андреевич не скрывает, что характером крут, может вспылить, накричать.
5. Мог вспылить по самому ничтожному поводу, накричать на детей.